- λευκόφυλλος
- -η, -ο (AM λευκόφυλλος, -ον)αυτός που έχει λευκά φύλλανεοελλ.-μσν.το φυτό ξηρόμυροαρχ.φυτό το οποίο ευδοκιμούσε κοντά στον ποταμό Φάσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκόφυλλος — white leaved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόφυλλον — λευκόφυλλος white leaved masc/fem acc sg λευκόφυλλος white leaved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek